Λαγκαδιανά καλοκαίρια
Ο Σύνδεσμος των εν Αττική Λαγκαδινών, με αφορμή το καλοκαίρι που πέρασε, αφιερώνει στους απανταχού συμπατριώτες το παρακάτω ποίημα του Λαγκαδινού Παναγιώτη Βλαχογιάννη. Το Δ.Σ. εύχεται ένα καλό φθινόπωρο στους Λαγκαδινούς, στα μέλη και τους φίλους του Συνδέσμου.
ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
Το βραδυνό σαν αρχινά
και σβύνουνε τα δειλινά
ροδοβαμμένα,
γυρνώ σε καλοκαιριανά
χρόνια παλιά Λαγκαδιανά
κι αγαπημένα.
Βρίσκω πατέρα κι αδερφούς,
ξαδέρφια, έρωτες κρυφούς,
το σπιτικό μου,
και το χωριό, ζώντας γλυκούς
παλιούς μου ήχους παιδικούς,
νοιώθω δικό μου.
Στην κρεμαστή την αγορά
κατηφορίζουν τα νερά
και τραγουδάνε
κι από πλατάνια ισκιερά
τα ρέματα τα βουερά
τ’ αϊδόνια κελαϊδάνε.
Φτάνω στην ώρια γειτονιά
μ’ολανοιγμένα τα πανιά
παλιές λαχτάρες
θύμησες δίχως λησμονιά
ψάχνουν να βρουν παιδιών ντουνιά,
φωνές κι αντάρες.
Στ’αυλάκια τα χωματερά
της Παναγιάς τρέχουν νερά
και μουρμουρίζουν
μες στο χωριό Θεού χαρά,
καίνε φανάρια λαδερά,
νυχτοποτίζουν.
Στα περιβόλια τα δασιά,
που οργιές φουντώνουν φυλλωσιά
σαν ξεδιψάνε
ρουφάν νερό μ’αχορτασιά
δένουν καρπούς μ’αφροδροσιά
κι ανθοβολάνε.
Τι πανηγύρι αληθινό
των Λαγκαδιών το βραδινό
στους ώριους κήπους!
Γυμνώνω πόδια κι αρχινώ
μες στις βραγιές να πλατσουρνώ
κι ακώ τους χτύπους,
του Ρωλογιού π’αργομετρά
τις νύχτιες ώρες, τα νεκρά
ονείρατά μου.
Κι ως η καρδιά μου αναφτερά
βρύσες κυλάνες καφτερά
τα δάκρυά μου…
Στης θύμησης την πλησμονή
βαθιά απ’τον χρόνο, μακρινή
κι αγαπημένη
ακώ μια γνώριμη φωνή,
η θεια-Μικρή με υπομονή
καιρούς προσμένει.
Η αγκαλιά της προσφορά,
παίρνουν τα πόδια μας φτερά
και μας μαζώνει
τριγύρω της κάθε φορά
στη σάλα με τα πατερά
και το μπαλκόνι.
Στης νύχτας την καλοκαιριά
μπρος στην βαθήσκιωτη καρυά
η θεια θυμήθη
την Ρήγισσα με τα φλωριά
τον δράκο, τ’άγρια τα θεριά
στο παραμύθι.
Αδελφοξάδελφα, παιδιά,
των παιδοχρόνων συντροφιά
τρεχάτε όλοι,
με καλαμπόκια στην ποδιά
πήρα τη Φρόσω μυρωδιά
στο περιβόλι.
Ξαναγυρνάτε στα παλιά
Καθώς πιστρέφουν τα πουλιά
Για αραξοβόλι
Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Στην παραδείσια μας φωλιά
Το περιβόλι.
Κι ας ξαναγίνουμε μικροί
να πεταχτούμε στ’αντικρύ
το γκρέμιο σπίτι,
την τώρα γεύση την πικρή
να μας γκλυκάνει η θεια Μικρή
μ’αραποσίτι,
που θα το ψήνει στην φωτιά
μέσα στη χόβολη, στη στια,
στο φτωχικό της.
Νόστος και θλίψη μας πλατειά
καντήλι μας στην ξενιτιά
ολόδικό της.
Γαλάζια καλοκαιριανά
των Λαγκαδιών εσπερινά
μ’άστρα λουσμένα,
καρδιά μου, σκίρτα αποσπερνά
σαν δάκρυ η θύμηση γυρνά
στα περασμένα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ