Να ξεκινάτε πάντα από τα αίτια…
γράφει ο Δρ. Βασίλης Κ. Σιοκορέλης
Δεν είναι λίγες οι φορές που φέρνω στη μνήμη μου τα λόγια των δασκάλων μας στο δημοτικό σχολείο στα Λαγκάδια (της κας Ελένης Σκούρου, του κ. Λάμπη Σκούρου, του κ. Γιώργου Παπαθεοδώρου), οι οποίοι στην προσπάθειά τους να μας μάθουν να γράφουμε δυο αράδες στο χαρτί («Σκέφτομαι και Γράφω» το λέγαμε τότε, για όσους ακόμα θυμούνται) τόνιζαν συνεχώς και με αυστηρότητα το εξής: «Να ξεκινάτε πάντα από τα αίτια και μετά να αναλύετε τις συνέπειες, όχι το αντίστροφο» (μάλιστα όταν δεν τους ακούγαμε μας έβαζαν να ξαναγράφουμε την έκθεση από την αρχή).
Ειλικρινά, ποτέ δεν πίστευα πως αυτή η τόσο απλή όσο και αυτονόητη φράση που άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια θα αποκτούσε ένα τόσο ιδιαίτερο και επίκαιρο νόημα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία της κρίσης, της φτώχειας, του προβαλλόμενου εκφασισμού και του εκτονωτικού φέισμπουκ. Είναι γεγονός πως η απότομη και βίαιη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων λόγω της καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 έκανε πλατιές λαϊκές μάζες να εξαγριωθούν για τις συνέπειες που προκλήθηκαν (το Μνημόνιο, τη φτώχεια, την εξαθλίωση), χωρίς ωστόσο να μπουν στη διαδικασία να προβληματιστούν για τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν.
Είναι λυπηρό να διαπιστώνει κανείς από συζητήσεις, αλλά και από αναρτήσεις στο διαδίκτυο ότι η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων (και όχι μόνο) πιστεύει πως για τη συνέχιση της κρίσης φταίει δήθεν η κακιά Μέρκελ που θέλει να εκδικηθεί τους Έλληνες. Αποτελεί δε, ύπουλη κατευθυνόμενη παραπληροφόρηση και καραμπινάτος λαϊκισμός να υπάρχουν σήμερα πολιτικές δυνάμεις που να ισχυρίζονται πως η κρίση οφείλεται στο ότι απλώς κάποια λαμόγια τα φάγανε (όχι πως δεν έγινε κι αυτό), ότι το πρόβλημα θα λυθεί εάν οι Έλληνες βουλευτές δεχτούν να μειώσουν τα «προνόμιά» τους ή αν βάλουμε μερικούς Τσοχατζόπουλους στη φυλακή (κάτι που βεβαίως λέγεται προκειμένου να «χρυσωθεί το χάπι» για το άγριο τσεκούρωμα στους μισθούς και τις συντάξεις).
Είτε μας αρέσει είτε όχι, κανείς δεν μπορεί πλέον να κρύψει πως η αιτία της κρίσης είναι βαθύτερη και πολύ συγκεκριμένη: Η κρίση είναι παγκόσμια, καπιταλιστική, αγγίζει ακόμα και τις αναπτυγμένες χώρες (ήδη η Γερμανία παρουσιάζει σημάδια ύφεσης) και οφείλεται στην τεράστια υπερσυσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια λόγω της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης και την αδυναμία αναπαραγωγής του μέσω νέων επενδύσεων (αυτό σημαίνει η φράση «τα πλεονάσματα του Βορρά είναι τα ελλείμματα του Νότου»). Τα κράτη χρηματοδοτούσαν αφειδώς τους ιδιώτες για να έρθει η περιβόητη «ανάπτυξη», τώρα ήρθε η ώρα να κουρέψουν και οι ιδιώτες (ή οι «αγορές» ή οι καπιταλιστές ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τους) μέρος του τεράστιου πλούτου που κατέχουν για να ελαφρύνουν το χρέος των κρατών. Δημοσιονομικά ελλείμματα και καπιταλιστική κερδοφορία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Γι’αυτό σήμερα καταστρέφονται κεφάλαια (είτε με την απαξίωση της παραγωγικής βάσης και της εργατικής δύναμης είτε με το λεγόμενο «κούρεμα» των χρηματιστηριακών τίτλων), για να αρχίσει ακριβώς να ξαναπαίρνει μπρος η μηχανή της ελεύθερης οικονομίας, η οποία όμως θα οδηγήσει και πάλι σε νέα υπερσυσσώρευση πλούτου, σε νέα κρίση κ.ο.κ. Αυτή είναι η αλήθεια.
Να ξεκινάτε πάντα από τα αίτια, έλεγαν οι δάσκαλοί μας στο χωριό, αλλά φαίνεται πως το ξεχάσαμε και στην περίπτωση της λαθρομετανάστευσης. Ναι, το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Ποιες είναι όμως οι αιτίες που αναγκάζουν τους λαούς να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να μπουν στα σαπιοκάραβα; Είναι δυνατόν να διαμαρτυρόμαστε για τη λαθρομετανάστευση όταν π.χ. στηρίζουμε (και με τη συμμετοχή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ) τις στρατιωτικές επεμβάσεις και τους πολέμους στις χώρες του πετρελαίου (π.χ. Συρία, Ιράν), όπως επίσης και την ευρωπαϊκή πολιτική (Συνθήκη «Δουβλίνο 2») που εγκλωβίζει τους μετανάστες στις χώρες πρώτης εισδοχής (άρα και στην Ελλάδα); Είναι δυνατόν να λέμε ότι ενοχλούμαστε από τη λαθρομετανάστευση όταν ανεχόμαστε πολιτικά και ανθρωπιστικά την άγρια εκμετάλλευση, το ένα δολάριο μεροκάματο στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής προκειμένου η αναπτυγμένη Δύση (κι εμείς με αυτήν) να μπορεί να εισάγει φθηνά; Ας το καταλάβουμε λοιπόν. Ο εχθρός δεν είναι ο βομβαρδισμένος και κατατρεγμένος μετανάστης που αναγκάστηκε άρον άρον να εγκαταλείψει τη χώρα του για να βρει ένα κομμάτι ψωμί. Ο εχθρός είναι η πολιτική της εκμετάλλευσης, της φτώχειας και των πολέμων που δημιουργεί τη μετανάστευση. Είναι η ίδια πολιτική που στο παρελθόν προκάλεσε και την ελληνική προσφυγιά. Εκεί να διοχετεύσουμε το…μίσος μας. Μου προξενεί δε, τρομερή εντύπωση η ευκολία με την οποία ορισμένοι συμπατριώτες μας απαρνήθηκαν το χριστιανισμό («αγαπάτε αλλήλους ανεξάρτητα από χρώμα, φυλή και θρήσκευμα», έψελναν κάποτε στον Ταξιάρχη και τον Αη-γιάννη) υιοθετώντας το ρατσιστικό – φασιστικό πρόσταγμα «βαράτε αλλήλους για να ξεβρωμίσει ο τόπος».
Να ξεκινάτε πάντα από τα αίτια, φώναζαν οι δάσκαλοι στο σχολείο, αλλά εμείς αρνούμαστε πεισματικά ακόμα και σήμερα να συζητήσουμε για τις αιτίες της ερήμωσης. Στεκόμαστε απλώς στις συνέπειες (κλείσιμο σχολείων, δημοσίων υπηρεσιών, γηροκομείων κλπ), διοργανώνουμε αναπτυξιακές συνδιασκέψεις για την Οικουμενική Γορτυνία (πολύ έξυπνος, εύηχος και επικοινωνιακά παραπλανητικός όρος) που δημιουργούν στους Γορτύνιους την αυταπάτη ότι το πρόβλημα της ερήμωσης είναι…τοπικό. Αποφεύγουμε να μιλήσουμε για την πολιτική της αστυφιλίας και τους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί, τη συνειδητή καταστροφή της εγχώριας αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που έχει ως στόχο την ενίσχυση των φθηνότερων από τρίτες χώρες εισαγωγών στα πλαίσια της ΕΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, την οικονομική αφαίμαξη των δήμων, τη δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών και την ιδιωτικοποίηση της υγείας και της παιδείας που βάζει λουκέτο στα αγροτικά ιατρεία, τα κέντρα υγείας και τα σχολεία της επαρχίας. Όλα μα όλα, τα αποδίδουμε στην κακή και αναποτελεσματική τοπική διοίκηση. Η πραγματικότητα όμως μας διαψεύδει. Τα τοπικά προβλήματα απορρέουν από τη γενικότερη πολιτική κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει επιτέλους να το συνειδητοποιήσουμε.
Οικονομική κρίση – Λαθρομετανάστευση – Ερήμωση: Τελικά είμαστε διατεθειμένοι να συγκρουστούμε με τις πολιτικές αιτίες που τις γέννησαν ή θα συνεχίσουμε εντελώς υποκριτικά να διαμαρτυρόμαστε απλώς για τις συνέπειες που προκαλούν; Το μέλλον θα δείξει. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος. Κόντρα στο πνεύμα των καιρών, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αναδείξουμε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις αιτίες των προβλημάτων, έτσι ώστε πολιτικά, με πλατιά λαϊκή συσπείρωση να τις αντιπαλέψουμε. Από κει και πέρα ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.