Κανέλλος Δεληγιάννης

του Γιάννη Κάππου

Είναι δύσκολο διακύβευμα η ιστορική αποτίμηση της δράσης των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στην κρισιμότερη ίσως περίοδο της νεοελληνικής μας ιστορίας. Είναι τόσες πολλές και αντιφατικές οι συνιστώσες που ορίζουν τα κίνητρα, τις σχέσεις των ανθρώπων, το ρόλο τους, την εκτίμηση της εμβέλειας των πράξεων, τις πολιτιστικές και ιστορικές τους αναφορές ώστε καθιστούν την ανάπλαση της ιστορικής πραγματικότητας δυσβάστακτο προνόμιο των μεταγενέστερων που βιώνουν ως κοινωνικά υποκείμενα τη συνέχεια μιας εποχής. Ένα τέτοιος μπροστάρης της λευτεριάς, ένας οραματιστής του ελεύθερου γένους, ένας βολεμένος που επέλεξε να ξεβολευτεί, ένα γενναίος πατριώτης είναι ο στρατηγός του Αγώνα Κανέλλος Δεληγιάννη.

O Κανέλλος Δεληγιάννης γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1780 γιος του Ιωάννη Δεληγιάννη (Μοραγιάννη) ισχυρού προεστού του Μοριά με πολυσχιδή δράση στα δύσκολα χρόνια τότε που η οθωμανική διοίκηση έδειχνε το σκληρό της πρόσωπο σε όλα τα επίπεδα. Στο σχολείο της Δημητσάνας ο Κανέλλος Δεληγιάννης πήρε τα μικρά τινά μαθήματα από τον οικοδιδάσκαλο της οικογένειας Επίσκοπο Ακόβων Δανιήλ τον μετέπειτα Μητροπολίτη Τριπολιτσάς.

Τον αδάμαστο χαρακτήρα του Κανέλλου διαμόρφωσε πρωτίστως η οικογενειακή παράδοση του πατέρα του, ανθρώπου με ανύπαρκτη παιδεία αλλά με έμφυτη ευφυΐα και πολιτική δεξιότητα τέτοια που κατόρθωνε να υπερβαίνει την πανουργία των Τούρκων, τις αντιθέσεις των άλλων προεστών και τη δυναμική του μικροσυμφέροντος που ανέκαθεν αποτελούσε την πληγή στα πολιτικοστρατιωτικά πράγματα της Πελοποννήσου. Με αίσθημα θρησκευτικόν και απαραδειγμάτιστον πατριωτισμόν ο πατέρας του υπερασπίζονταν τα συμφέροντα όχι μόνο των χριστιανών της επαρχίας της Καρύταινας αλλά απάσης της Πελοποννήσου όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματα του.

O Κανέλλος μυήθηκε στην Κων/πολη το 1817 από τον Παναγιώτη Σέκερη στη Φιλική Εταιρεία και στη συνέχεια κατηχεί και άλλους εταίρους στον ιερό σκοπό Της. Στην Πόλη εκείνη την εποχή βρίσκονταν ο πολιτικός άνδρας της οικογένειας Αναγνώστης και ο έτερος αδελφός Νικόλαος ως βεκίληδες για υποθέσεις του Μοριά αλλά και για τη γενικότερη επαφή που επεδίωκαν οι Τούρκοι. Το γεγονός αυτό δεν τους εμπόδιζε να προτάσσουν στις ενέργειες τους την ιδιότητα του Φιλικού. Η επιτυχία των σκοπών της Εταιρείας αποτελούσε κεντρικό στόχο της οικογένειας τόσο σε επίπεδο πολιτικών χειρισμών όσο και σε επίπεδο στρατιωτικών προετοιμασιών.

Η ώρα της επανάστασης στα Λαγκάδια πλησίαζε. Τα μεμονωμένα γεγονότα στο Μοριά με σημαντικότερο αυτό του Νικολάου Χριστοδούλου ή Σολιώτη στο χωριό Αγρίδι όπου κτύπησε τους γυφτοχαρατζήδες εισπράκτορες των φόρων – με την προτροπή του Παπαφλέσσα κατέδειξε ότι η ώρα του ξεσηκωμού δεν θα αργούσε.

O Κανέλλος, ο στρατιωτικός νους της οικογένειας, αναζητούσε ένα επιχειρησιακού τύπου γεγονός που θα άλλαζε την κατάσταση, θα διέλυε τα νέφη της αναβλητικότητας, θα ενεθάρρυνε τους κουρασμένους από τις πολλές προηγούμενες αποτυχίες Πελοποννήσιους. Το κτύπημα αυτό έπρεπε να ήταν συμβολικό και θα καθιέρωνε έτσι τον Κανέλλο ως στρατηγό της επανάστασης. Θα ήταν στα Λαγκάδια δίπλα στο σπίτι του εκεί όπου το νωπό αίμα από τη θυσία του πατέρα του και του αδελφού του Θεοδωράκη θα ενέπνεε τον ξεσηκωμό και θα επιβεβαίωνε την εθνική αποστολή της οικογένειας των Δεληγιανναίων.

Είναι όντως σημαντικά τα όσα αναφέρει στα απομνημονεύματα του για τους Τούρκους κατοίκους των Λαγκαδίων, «..εις την πατρίδα μας τα Λαγκάδια εκατοικούσαν ανέκαθεν τεσσαράκοντα ως έγγιστα οικογένειαι τουρκικαί, Τούρκοι φανατικοί και θρησκομανείς…». Oι Τούρκοι που ζούσαν σε γειτονική απόσταση από το σπίτι του Δεληγιάννη μπήκαν σε υποψία όταν είδαν την κίνηση στο σπίτι από τις αλλεπάλληλες συσκέψεις με τους άλλους προκρίτους και ζήτησαν βοήθεια από την Τριπολιτσά.

Oι μπέηδες και οι αγάδες ζήτησαν από τον έγκλειστο Θεοδωράκη να γράψει στον Κανέλλο να διευκολύνει τη φυγή των Τούρκων στην Τριπολιτσά οι δε ίδιοι μετέβησαν στην οικία του Κανέλλου και παρακάλεσαν να τους βοηθήσει ώστε να επιταχύνουν τη μεταβασή τους εκεί που αισθάνονταν πιο ασφαλείς. O Κανέλλος συνεχίζει «…βλέπων λοιπόν ότι το πράγμα εξεσκεπάσθη και πάσα αναβολή απέβαινε πλέον βλαπτική, έστειλα στις 17 Μαρτίου μερικούς οπλισμένους και συνέλαβαν όσους Τούρκους ευρίσκοντο στα γειτνιάζοντα χωρία, σπαήδες κεχαγιάδες, και άλλους υπέρ τους πεντήκοντα και τους αφόπλισαν και τους έφεραν ζώντας εις τα Λαγκάδια και διαμοίρασα εις τους κατοίκους ανά ένα να φυλάττουν υπό την ευθύνη τους, οίτινες τους έβαλαν αμέσως σιδηρά εις τους πόδας για ασφάλεια.»

Η προετοιμασία του τελικού κτυπήματος στα Λαγκάδια και η μεγίστη αγωνία στις τάξεις των αγωνιστών για την έκβασή της έφερε κοσμοσυρροή στο σπίτι των Δεληγιανναίων στις 18 του Μάρτη. O Νεόφυτος και ο Γερμανός Λάψιας απεσταλμένος των Ζαΐμη, Χαραλάμπη, Φωτήλα, Λόντο, Παλαιών Πατρών και από τους λοιπούς συναχθέντας στην Άγια Λαύρα ζητούσαν με αγωνία να μάθουν αν σώσουμε τον αδελφό μας Θεοδωράκη, αν κινηθεί ο Πετρόμπεης, αν συμφωνούν οι υπόλοιποι πρόκριτοι της επαρχίας. Ανέμεναν στην Αγία Λαύρα το μήνυμα για να βάλουν σε ενέργεια το κίνημα.

Απεσταλμένοι έφιπποι έφυγαν από τα Λαγκάδια για να μεταφέρουν την είδηση ότι όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η επανάσταση που έμελλε να τοποθετήσει την Ελλάδα στο χάρτη των ελευθέρων λαών.

O καταπιεσμένος λαός φλέγονταν από τον πόθο της απελευθέρωσης. Ήταν τόσο δυνατός αυτός ο πόθος ώστε κάλυπτε την έλλειψη του υλικού και του στρατιωτικού σχεδιασμού. Oύτε το επαναστατικό διευθυντήριο της Αχαΐας, ούτε η μεσσηνιακή γερουσία υπό τον Πετρόμπεη, ούτε το κονσολάτο του Άργους, ούτε η καγκελαρία της Κορίνθου, ούτε η γενική φροντιστηριακή εφορεία Κυπαρισσίας, πρώτα πολιτικά σώματα για τη διεξαγωγή του αγώνα δεν μπόρεσαν να σηματοδοτήσουν τα πράγματα της επανάστασης όπως η αποκοτιά του Κανέλλου στις 23 του Μάρτη στα Λαγκάδια όταν υψώνει τη σημαία της επανάστασης στον ιστορικό ναό του Τιμίου Προδρόμου που προφητικά είχε μαζί με αυτό των Ταξιαρχών οικοδομήσει το 1808 εντός 40 ημερών ο Μοραγιάννης. Αναφέρει με λόγο που δείχνει ότι έχει πλήρη συναίσθηση της μεγαλειώδους πράξης του. «…Να στείλωμεν, λέγω, άνευ ουδεμιάς αναβολής να φονεύσωμεν όλους τους Τούρκους, όσοι ευρίσκονται εις τα Λαγκάδια, άνδρες, γυναίκες και παιδιά συμποσούμενοι τριακόσιοι ως έγγιστα, να καύσωμεν το τζαμί τους. Τούτο κατά τον νόμον το τουρκικόν είναι το τρομερώτερον ανοσιούργημα. Αυτόν το νόμον τον γνωρίζουν άπαντες και όταν κατορθώσωμεν τούτο απελπίζονται ου μόνον οι Λαγκαδινοί και Ακοβίται, αλλ’ όλοι οι Καρυτινοί και μετ’αυτών όλοι οι Πελοποννήσιοι, και τότε βεβαίως σώζεται η πατρίς, αλέως απολώλαμεν και ημείς και όλο το έθνος».

Η πράξη αυτή κτύπησε την καρδιά της οθωμανικής κυριαρχίας όχι μόνο στην περιοχή αλλά ακούστηκε εκκωφαντικά στην Πόλη εκεί που οι, κατά τους επικριτές τους οι Δεληγιανναίοι είχαν σκανδαλώδη εύνοια και ειδική μεταχείριση. Η επανάσταση στα Λαγκάδια επίσπευσε και άλλα επαναστατικά γεγονότα καθώς και την επίσημη έναρξη στις 25 του Μάρτη και επέβαλε την στρατιωτική παρουσία του Κανέλλου στα μέτωπα του πολέμου. Oι στρατηγικές του ικανότητες έχουν ήδη εκτιμηθεί. Στη συνείδηση των επαναστατημένων Ελλήνων είναι ο πολέμαρχος. O Κολοκοτρώνης θέλοντας να τιμήσει τον ηρωικό του χαρακτήρα και την τόλμη του είπε λακωνικά μετά το κάψιμο του τζαμιού στα Λαγκάδια, Εύγε! Τώρα είμεθα όλοι ξέσκεποι. O Κανέλλος δεν υπολόγισε την τεράστια περιουσία του, τη διέθεσε στον αγώνα. Όταν κατάλαβε ότι τα φουσκωμένα λόγια του Παπαφλέσσα περί βοήθειας δεν ήταν παρά κούφιες υποσχέσεις δεν δίστασε να αναλάβει τα όπλα, τα πολεμοφόδια και την επιμελητεία με δικά του έξοδα.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δεν θεωρείται υπερβολή η αναφορά του Κανέλλου στην υπόληψη και το σεβασμό που απολάμβανε η οικογένεια του σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, «και τέλος κατήντησεν όλη η Πελοπόννησος να ρίψη το όμμα και να ενατενίζη εις μόνην την εδικήν μας οικογένεια και εις αυτήν να ελπίζη και από αυτήν να περιμένη την σωτηρίαν της.»

O Κανέλλος ανήσυχος για την έκβαση των πραγμάτων με την στρατηγικού τύπου προβλεπτικότητα που τον διέκρινε έβαλε ως προτεραιότητα την εμπέδωση της επανάστασης στον καζά (επαρχία) της Καρύταινας. Η οργάνωση αυτή θα έφερνε τους Έλληνες πιο κοντά στο στόχο που δεν ήταν άλλος από την άλωση της Τριπολιτσάς. Στο σημείο αυτό επέδειξε οργανωτικές ικανότητες. Με το αδιαμφισβήτητο κύρος του οργάνωσε τους προκρίτους και τους ανάγκασε να συμβάλλουν με όπλα και πολεμοφόδια στη συγκρότηση του πρώτου στρατοπέδου του αγώνα στην περιοχή της Πιάνας στις 7 Απριλίου. O Κανέλλος επικεφαλής των καρυτινών όπλων σημείωσε τις πρώτες στρατηγικής σημασίας νίκες του αγώνα στη Ζαράκοβα και στη Συλήμνα.

Είναι τα καρυτινά όπλα που, όπως αναφέρει ο Φωτάκος, παρέδωσε στον Κολοκοτρώνη μαζί με την αρχιστρατηγία. Η πράξη ευθύνης από τους επικριτές του Κανέλλου θεωρήθηκε ως πράξη ανάγκης αλλά ας μας εξηγήσουν πως συμβαίνει ένας αναγνωρισμένος Δεληγιάννης υπό τις επικρίσεις πολλών προκρίτων να κάνει αυτή την παραχώρηση στον Κολοκοτρώνη με την παραδοχή ότι είναι συνηθισμένος εις τα όπλα εκ νεότητος του. Πως εξηγούν το λόγο αναγνώρισης της προσφοράς αυτής από τον Κολοκοτρώνη όταν λέει ότι ο Κανέλλος φρόντιζε δια τες ζωοτροφές και εγώ τον πόλεμο.

O Κανέλλος είχε αναλάβει την επιμελητεία του αγώνα, έργο χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να οργανωθεί η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Τα στρατόπεδα του Λάλα και της Τριπολιτσάς εφοδιάζονται ψωμί από τους φούρνους που κατασκεύασε στα Λαγκάδια, τη Βυτίνα, τα Μαγούλιανα, την Άκοβα. Oι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας ανήκαν και αυτοί κατά το ήμισυ στο γαμπρό του Κανέλλου Αθανάσιο Αντωνόπουλο.

O Κανέλλος το πρώτο κρίσιμο διάστημα δεν σταματά να εμψυχώνει τους πρόκριτους και τον λαό. Πάνω σε ένα άλογο με τους κάπους του περιέτρεχε τον Μοριά και τους παρότρυνε να πάρουν τα όπλα και να σπεύσουν στο Βαλτέτσι και τα Βέρβαινα.

Στην άλωση της Τριπολιτσάς, όπου συνέβησαν διάφορα ατοπήματα που μπορούν να κατανοηθούν αν όχι να δικαιολογηθούν, ο Κανέλλος επέδειξε ανωτερότητα στη διανομή της λείας υποχωρώντας σε παράλογες αξιώσεις άλλων οπλαρχηγών.

Oι πρώτες επιτυχίες του αγώνα αλλά και η πανσπερμία απόψεων περί του τι πρέπει να γίνει, είχε σπείρει το σαράκι της διχόνοιας και της υποψίας ανάμεσα στους προκρίτους, στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. O Κανέλλος μετά την αποτυχία κατάληψης του Ναυπλίου διαπιστώνει την ανάγκη να σχηματιστεί μια κυβέρνηση εθνική, ήτις να δώσει εχέγγυα του εθνικού αγώνος και να βαδίσει τον εθνικό δρόμο. Προαισθανόταν τον εμφύλιο που θα κατέτρωγε την υπόθεση της επανάστασης και θα έθετε σε κίνδυνο την έκβαση του αγώνα.

Αποτελεί ιστορική βεβαιότητα ότι ο Κανέλλος είχε το αίσθημα του απλού στρατιώτη. Παρέμενε πιστός στο κάλεσμα της περίστασης και όταν ακόμη προαισθανόταν το ατελέσφορο της επιχείρησης. Με πνεύμα ενωτικό έδινε μάχη για την επικράτηση της σύμπνοιας, όρο απαραίτητο στις δύσκολες ώρες του αγώνα.

Η πολιτική αμετροέπεια του Μαυροκορδάτου, που είχε μετατρέψει τη Ρούμελη σε θέατρο εξοντωτικής αντιπαλότητας μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών, επέτρεψε στους Τούρκους να αναδιοργανωθούν και να συρρέουν κατά χιλιάδες στην Άρτα ετοιμαζόμενοι να κατέβουν στην Πελοπόννησο για να καταπνίξουν την επανάσταση. Μετά την άρνηση του Κολοκοτρώνη να ηγηθεί του στρατεύματος που θα αναλάμβανε την υπεράσπιση της Ρούμελης με στόχο την παρεμπόδιση των Τούρκων να κατέβουν στην Πελοπόννησο, ο κλήρος έπεσε στον στρατηγό Κανέλλο Δεληγιάννη.

O Κανέλλος γνώριζε τη δυσκολία του εγχειρήματος αλλά πίστευε ότι το κύρος του θα συνέβαλε στην εξομάλυνση των διαφορών και θα προκαλούσε τη συνεννόηση μεταξύ του Βαρνακιώτη και του Μαυροκορδάτου. Είχε ένα δύσκολο έργο να συμβιβάσει τη ρουμελιώτικη αγέρωχη στρατιωτική εμπειρία με το φαναριώτικο πείσμα του Μαυροκορδάτου.

Στο Κομπότι της Άρτας ο Κανέλλος ενώνει τις δυνάμεις του με τον θρύλο της Ρούμελης Βαρνακιώτη και καταλαμβάνουν από κοινού την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κατασκευάζουν ταμπούρια και ετοιμάζονται για τη μεγάλη σύγκρουση. Στην πρώτη έξοδο των Τούρκων από την Άρτα το στράτευμα του Κανέλλου διακρίνεται για τον ηρωισμό του, περήφανος ο Κανέλλος για τους καπεταναίους του γράφει, «..το στρατιωτικόν μου σώμα εφιλοτημήθη εις τοιούτον βαθμον, ώστε προέτρεχον οι σημαιοφόροι μου και οι καπεταναίοι μου υπέρ τα εκατόν βήματα εμπρός από τους των Ρουμελιωτών. Ιδίως δε διεκρίθησαν δια τον ατρόμητον τρόπον τους ο εκ Λαγκαδίων Δημητράκης Δημητρακόπουλος, ο σημαιοφόρος Γιωργάκης Ρόγας, και αυτός Λαγκαδινός, ώστε κατεδίωκον τους Τούρκους ιππείς εις το πεδίον πλέον της μίας ώρας.»

Η ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου του’22 που οφείλεται στον ερασιτεχνισμό περί τα όπλα του Μαυροκορδάτου και στις εσωτερικές έριδες ανέδειξε το αδάμαστο στρατιωτικό φρόνημα του Κανέλλου. Όταν στα μέσα Ιουλίου έφτασε στα Λαγκάδια κουρασμένος και στεναχωρημένος για το άδοξο τέλος της προσπάθειας μαθαίνει για το σχέδιο των Τούρκων και την εκστρατεία του Δράμαλη εκφράζοντας με πόνο το παράπονό του, «..εξόδευσα εις αυτήν την εκστρατεία υπέρ τας είκοσι χιλιάδας τάληρα εξ ιδίων μας, χωρίς να λάβω ποτέ ούτε λεπτό από το δημόσιο»

Όταν αργότερα λαβαίνει το γράμμα του Ζαΐμη αφήνει το Ναύπλιο που το πολιορκούσε με χίλιους στρατιώτες και τα αδέλφια του και έτρεξε στο Μεσολόγγι ήταν Oκτώβρης του ‘22. «..σε λέγω δε και σε ορκίζω εις την κινδυνεύουσαν πατρίδα, χωρίς να συλλογιστείς κανένα εφ όσα αδικήματα υπέφερες, να πάρης όλους τους στρατιώτας σας με τους αδελφούς σου και να τρέξετε νυχθημερόν, να προφτάσωμεν εις το Μισολλόγι, .αν ζήσωμεν και σωθή η πατρίς.»

O Κανέλλος αντιλαμβανόμενος πλήρως την στρατηγική θέση του Μεσολογγίου και την αξία του για τη σωτηρία της επανάστασης στο Μοριά έτρεξε στο Μεσολόγγι με τον αδελφό του Νικόλαο και 646 στρατιώτες μέσα στην πολιορκημένη πόλη με τους άλλους οπλαρχηγούς.

Η υπεράσπιση της ηρωικής πόλης ήταν μοραΐτικη υπόθεση όπως προσφυώς αναφέρει ο Κανέλλος. Την ώρα των σκληρών τουρκικών επιθέσεων περιέτρεχε τα τείχη, ενδυνάμωνε τους στρατιώτες παρακολουθούσε τις κινήσεις ήθελε να προλάβει το λάθος που θα ενταφίαζε τους πόθους των Ελλήνων. Όταν βρέθηκε μπροστά στο δήμιο του Διάκου και του αρχιερέα των Σαλώνων διέταξε να τον παιδέψουν με το χειρότερο θάνατο. O Κανέλλος δεν είναι αγνώμων αναγνωρίζει την ευεργεσία τη δύσκολη ώρα. Πικραμένος από την αγνωμοσύνη της μετέπειτα βαυαρικής διοικήσεως λυπάται για την αγνωμοσύνη προς τον σωτήρα του Μεσολογγίου Γιάννη Γούναρη που του είχε αποκαλύψει τα μυστικά της τουρκικής επίθεσης, «…τον αντέμειψαν και αυτόν καθώς αντέμειψαν και ημάς τους άλλους προμάχους της πατρίδας.»

Όταν μετά τη σωτηρία του Μεσολογγίου έφτασε στα Λαγκάδια έκανε τον απολογισμό της υλικής μόνο προσφοράς της έως τώρα πορείας του, 50000 γρόσια.

Η ήττα του Δράμαλη και η κατάληψη του Ναυπλίου από τον Σταϊκόπουλο αντί να ενισχύσει το εσωτερικό μέτωπο και να διασφαλίσει τις μέχρι τώρα σημαντικές επιτυχίες ανέσυρε πάθη και αντιθέσεις που έθεσαν σε κίνδυνο την υπόθεση της επανάστασης. Η Γερουσία είχε χάσει το κύρος της εμπλεκόμενη και αυτή στον πόλεμο κατά των στρατιωτικών, οι νησιωτικές δυνάμεις της Ύδρας και των Σπετσών δομούσαν νέο σύστημα συμφερόντων με τον Γ. Κουντουριώτη να ζητά Εθνοσυνέλευση εκτός Πελοποννήσου. Η δυσμένεια των πολιτικών κατά του Κολοκοτρώνη μεταφράζονταν σε ασίγαστο μίσος εναντίον της Πελοποννήσου. Προσφυώς ο Δ. Κόκκινος γράφει ότι εκηρύσσετο πόλεμος όχι εναντίον κόμματος αλλά ο διχασμός της χώρας.

Εκείνες τις δύσκολες ώρες ο Κανέλλος επεδίωξε συμβιβασμό με τον Κολοκοτρώνη.

O Ιμπραήμ βρήκε τον Κανέλλο φυλακισμένο στην Ύδρα στη μονή του Προφήτη Ηλία μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς. Oι βουλευτές όμως στο Ναύπλιο δεν μπορούσαν να αντιταχθούν στο παλλαϊκό αίτημα για την απελευθέρωση των εγκλείστων στην Ύδρα. Στις δύσκολες ώρες το λαϊκό ένστικτο αποζητούσε τους φυσικούς του ηγέτες. Σ’ αυτούς είχε εναποθέσει την τελευταία ελπίδα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου με ευρωπαϊκά πρότυπα στρατού του Ιμπραήμ.

O Ιμπραήμ αφού εξασφάλισε τα νώτα στη Μεσσηνία το χειμώνα του ‘25 βάδισε με σκοπό την κατάληψη του Ναυπλίου. Για την αντιμετώπιση της τουρκοαιγυπτιακής στρατιωτικής μηχανής παράλληλα με τη γενική επιστράτευση που κήρυξε ο Κολοκοτρώνης ο Κανέλλος με τα αδέλφια του φτάνουν στη Δημητσάνα και καλούν σε γενική επιστράτευση την περιοχή της Καρύταινας. Προσωπικά ο ίδιος παρακολουθούσε το ζωτικής σημασίας αυτό ζήτημα και όντως τα αποτελέσματα ήταν θαυμαστά. Σε λίγες μέρες είχε συγκεντρωθεί στα Δερβένια ότι καλύτερο από στρατιωτικό δυναμικό είχε η κεντρική Πελοπόννησος. Κολοκοτρώνης, Γενναίος, Παπατσώνηδες, Πλαπούτας, «…καταμετρηθέντες άπαντες ευρέθημεν πραγματικώς δώδεκα ως έγγιστα χιλιάδες και εσχεδιάσαμεν άπαντες εκ συμφώνου τα οχυρώματα και τας θέσεις χωριστά έκαστος λέγει ο Κανέλλος».

O Κανέλλος έδωσε τη μάχη με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στην περιοχή της Δραμπάλας, γνωρίζοντας ότι η μάχη ήταν χαμένη, αλλά εκείνες τις ώρες υπερασπίστηκε με γενναιοφροσύνη το αξίωμα του αρχηγού. Αυτός με τον Γενναίο έμειναν να υπερασπιστούν το λόφο. Στην αναφορά του στα απομνημονεύματα δεν φείδεται επαινετικών λόγων για τον Γενναίο απαντώντας έτσι και πάλι στους επικριτές του που θεωρούν ότι μεταξύ τους υπήρχε έχθρα. «με όλον που έστειλε ο πατέρας του άπαξ, δις, τρις και πολλάκις να εξέλθη, εστάθη αδύνατον να συγκατατεθή ένεκα της φιλοτιμίας του και έδειξεν πολλήν καρτερίαν και γενναιοψυχίαν εις το διάστημα του αποκλεισμού μας.» Η μάχη της Τραμπάλας σημείωσε απώλειες σημαντικές στις τάξεις του Ιμπραήμ.

Στην προσπάθεια να συγκροτήσουν στρατόπεδο στο Διάσελλο της Αλωνίσταινας, αντιμετώπισαν δύο φονικές επιθέσεις του Ιμπραήμ ,στο τέλος όμως το άρτιο κατασκοπευτικό σύστημα του Αιγύπτιου έκανε πάλι το θαύμα του. Βρέθηκε στα νώτα τους από την τρύπα του πασά μέσω της Στεμνίτσας. Κατόπιν ο Ιμπραήμ σάρωσε την περιοχή των Μαγουλιάνων και της Βυτίνας. Τα βουνά αχολογούσαν από τους φεύγοντας ανθρώπους και τα ζώα τους. Από το φόβο μας γράφει ο Φωτάκος μας εφαίνετο ότι ο τόπος γκρεμιζόνταν εις το βάραθρον.

Στα Λαγκάδια, για ακόμη μία φορά, για να προστατευθούν, στην αυλή των Δεληγιανναίων είχαν συγκεντρωθεί οι πρόκριτοι της επαρχίας Καρυταίνης, Παπατσώνηδες, Ταμπακόπουλοι, Χριστικόπουλοι, Παλαμήδηδες. Στο Σπάθαρι, μέσα σε μια απρόσιτη σπηλιά είχαν συγκεντρωθεί πολεμοφόδια και τρόφιμα, το ίδιο και στα Λαγκάδια. O Κανέλλος είχε, ως άλλος Σαμουήλ, δώσει διαταγή στους επιστάτες να βάλουν φωτιά στις αποθήκες όταν πλησιάσει ο Ιμπραήμ, για να μην βρει τροφές για το στρατεύματα του.

Όταν ο Ιμπραήμ έφτασε στα Λαγκάδια εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό τους για μία μέρα και οι επιστάτες πιστοί στη διαταγή έκαψαν τις αποθήκες. Εκείνη την ώρα η μισή Πελοπόννησος ζητούσε βοήθεια από τον Δεληγιάννη. Εστάθη αδύνατον να πεισθώσιν, αποκρινόμενοι άπαντες ότι, όπου χαθώμεν και να αιχμαλωτισθώμεν και ημείς μαζί.». Τα Λαγκάδια παραδίνονται στην εκδικητική μανία του Ιμπραήμ «η φλοξ ανέβαινεν έως τρίτου ουρανού και εφαίνετο εις όλην την Πελοπόννησον έκαψε σπίτια της οικογένειας, τις εκκλησίες, το σχολείο και τρακόσια από τα επιφανέστερα σπίτια συμπολιτών. Τότε εξαφανίστηκε το πολύτιμο εθνικής σημασίας αρχείο της οικογένειας με τουρκικά φιρμάνια την αλληλογραφία της επαναστάσεως από το 1725. Απογοητευμένος ο Κανέλλος γράφει «ακόμη δεν ευρέθη Έλλην ο οποίος αν και αποβλέπων εις το κοινόν καλό και όχι στην προσωπική ιδιοτέλεια»

Στις 6 Ιανουαρίου του ‘28 ο Καποδίστριας φθάνει στο Ναύπλιο. O Κανέλλος με τον Ι. Παπατσώνη υποδέχτηκαν πρώτοι τον Κυβερνήτη, «…τον εσυγχάρημεν δια την αισίαν ελευσίν του εις την πατρίδα και του εξεφράσθημεν τα μεγάλα αισθήματα και την υπέρ αυτού επιθυμίαν των Ελλήνων».

Η απελευθέρωση δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει τις ραδιουργίες και τα κτυπήματα κατά του Κανέλλου. Θεωρούμενος φατριαστής καταδικάστηκε σε δύο χρόνια εξορία στη Σίφνο που στη συνέχεια μετατράπηκε σε ένα χρόνο κατ’ οίκον περιορισμό στην Τριπολιτσά.

Το κλίμα των σφοδρών αντιθέσεων της περιόδου του Καποδίστρια και του Όθωνα έζησε και ο πρωτεργάτης της επανάστασης Κανέλλος Δεληγιάννης πικραμένος γιατί η ελεύθερη πλέον πατρίδα δεν αναγνώρισε την προσφορά. Η ραδιουργία και οι υποβολείς του διχασμού τον οδήγησαν σε άτυχες επιλογές όπως αυτή να δεχτεί τη θέση του βοηθού του εισαγγελέα Μάσσον στις ανακρίσεις για τις ανυπόστατες κατηγορίες κατά του Κολοκοτρώνη που οδήγησαν τον πρωτεργάτη της ελευθερίας στην καταδίκη.

Την περίοδο της συνταγματικής βασιλείας τον Ιανουάριο του 1845 όταν στις εκλογές είχε επικρατήσει το γαλλικό κόμμα του Κωλέττη ανέλαβε πρόεδρος της βουλής. O Κανέλλος σε ηλικία 75 ετών αποφάσισε να γράψει τα απομνημονεύματα επειδή ήθελε να αφήσει τη δική του αλήθεια για την επανάσταση. Να δικαιώσει την οικογένειά του είπαν μερικοί. Να εξασφαλίσει την υστεροφημία του κοτσαμπασισμού υποστήριξαν έτεροι. Το κίνητρο του απομνημονευματογράφου είναι αδιόρατο, το κρατά για τον εαυτό του όταν μάλιστα ο ίδιος έχει συμβάλλει στη δημιουργία των γεγονότων. Αυτό όμως που αποτελεί προσφορά στην ιστορική μνήμη είναι η καταγραφή μιας εποχής για την οποία η ιστορία δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Την καταγραφή αυτή τη θεωρεί ως υποχρέωση απέναντι στην οικογένειά του της οποίας η δράση, είχε ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές διαστάσεις. Μια οικογένεια που αναμφισβήτητα κατέθεσε πολλά στο εθνικό θυσιαστήριο. Τα απομνημονεύματα αποτελούν μια ακόμα προσφορά του Κανέλλου στη συγγραφή της εθνικής μας ιστορίας.